γεωμετρέω

From LSJ
Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωμετρέω Medium diacritics: γεωμετρέω Low diacritics: γεωμετρέω Capitals: ΓΕΩΜΕΤΡΕΩ
Transliteration A: geōmetréō Transliteration B: geōmetreō Transliteration C: geometreo Beta Code: gewmetre/w

English (LSJ)

prop.,

   A measure, survey land, BGU12.27 (ii A. D.):— but usu., practise or profess geometry, Pl.Tht.162e, Men.85e, Arist. Rh.1406b30.    II generally, measure, c. acc., τὸν ἀέρα Ar.Av.995; τὰ ἐπίπεδα Pl.Tht.173e, cf. X.Smp.6.8, BGU12.27 (ii A. D.), Luc. Icar.21 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 488] die Erde, Land vermessen, ein Geometer sein, übh. ausmessen, τά τε γᾶς ὑπένερθε καὶ τὰ ἐπίπεδα Pind. bei Plat. Theaet. 173 e; vgl. Men. 85 e. Xen. Conv. 6, 8; Pol. 9, 20 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γεωμετρέω: μετρῶ, τὴν γῆν, εἶμαι γεωμέτρης, Πλάτ. Θεαιτ. 162Ε, Μένωνι 85Ε, Ἀριστ., κ. ἀλλ. ΙΙ. μετρῶ, καταμετρῶ· μ. αἰτ., τὰ ἐπίπεδα παρὰ Πλάτ. Θεαιτ. 173Ε· πόδας Ξεν. Συμπ. 6, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γεωμετρήσω;
mesurer la terre, être arpenteur ou géomètre.
Étymologie: γεωμέτρης.

Spanish (DGE)

1 medir τὰ ἐπίπεδα γεωμετροῦσα Pl.Tht.173e, τὸν ἀέρα Ar.Au.995, cf. X.Smp.6.8, Luc.Icar.21, Ner.4, esp. ref. a tierras cultivables τὴν ἐν Ταπεπτιὰ γῆν PCair.Zen.188.2 (III a.C.), τὴν τῶν πρεζβύτων (sic) γῆν PLugd.Bat.20.38.2 (III a.C.), τὴν σησαμῖτιν καὶ τὴν ξυλῖτιν PSI 502.28 (III a.C.), πάντας τοὺς ... κλήρους SB 5942.2 (III a.C.), en v. pas. τὰ ἄβροχα καὶ τὰ ἄσπορα POxy.1842.5 (VI d.C.)
abs. medir la tierra, actuar de agrimensor, BGU 12.27 (II d.C.).
2 practicar o conocer la geometría ἢ δεδίδαχέν τις τοῦτον γεωμετρεῖν Pl.Men.85e, cf. Tht.162e, εἴκαζεν Ἀρχίδαμον Εὐξένῳ γεωμετρεῖν οὐκ ἐπισταμένῳ Arist.Rh.1406b30, οἱ γεωμετροῦντες Plu.2.52d, ἀπεφήνατ' ἀεὶ γ. τὸν θεόν Plu.2.718c
en v. pas. τὰ γεωμετρούμενα descripciones geométricas Archim.Quadr.proem., Hero Def.136.51, Geom.2, 3.

Greek Monotonic

γεωμετρέω: μέλ. -ήσω,
I. μετρώ τη γη, εξασκώ ή διδάσκω γεωμετρία, σε Πλάτ.
II. μετρώ, καταμετρώ, με αιτ., σε Ξεν.