βώτωρ
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = βοτήρ, Il.12.302; βώτορες ἄνδρες Od.14.102, AP 6.262 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
βώτωρ: -ορος, ὁ, =βοτής, βοτήρ, Ἰλ. Μ.302, καὶ συχν. ἐν Ὀδ.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
pâtre.
Étymologie: βόσκω ; cf. βοτήρ.
English (Autenrieth)
ορος (βόσκω): shepherd; pl., and w. ἄνδρες, Μ 3, Od. 17.200.</div1>
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
pastor, Il.12.302, Od.14.102, AP 6.262 (Leon.), cf. βοτήρ.
Greek Monolingual
βώτωρ, ο (Α)
βοτήρ, βοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βω- (εκτεταμένη βαθμίδα του θ. βο- του ρ. βόσκω) + (επίθημα) -τωρ].
Greek Monotonic
βώτωρ: -ορος, ὁ = βοτήρ, σε Όμηρ.