θαμινός
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
and θαμῑνός (h.Merc.44, Call.Aet.3.1.36, Nic.Th.239 (v.l.); θαμεινός Choerob. in An.Ox.2.180), ή, όν,
A crowded, close-set, Call.Cer. 65, Lyr.Alex.Adesp.7.14: usu. neut. pl. θαμινά, as Adv. = θαμά, Pi. O.1.53, Pae.6.16, Ar.Pl.292 (lyr.), X.Mem.3.11.15, An.4.1.16 (v.l. θαμεινά): sg., θαμινόν A.R.3.1266: Sup. -ώτατος Suid. Adv. -νῶς Hsch.: Comp. -ώτερον Parth.Fr.29.
German (Pape)
[Seite 1185] (θαμά, vgl. θαμειός), häufig, θαμινώτατος erkl. Suid. πυκνότατος. Gebräuchlich scheint nur θαμινά adverbial, häufig, oft, Pind. Ol. 1, 53 N. 3, 42; in Prosa, Xen. Mem. 3, 11, 15 u. A. – VLL. haben auch adv. θαμινῶς.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμῐνός: -ή, -όν, = θαμειός, ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. θαμινά, ὡς ἐπίρρ. = θαμά, Πίνδ. Ο. 1. 85, Ἀριστοφ. Πλ. 292, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· - συγκρ. θαμινώτατος Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -νῶς Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fréquent ; pl. neutre adv. • θαμινά fréquemment.
Étymologie: θαμά.
Greek Monolingual
θαμινός και θαμεινός, -ή, -όν (Α)
1. συχνός, πυκνός
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά
συχνά.
επίρρ...
θαμινώς (Α)
θαμά, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)].
Greek Monotonic
θᾰμῐνός: -ή, -όν, συχνός, στο ουδ. πληθ. θαμινά· ως επίρρ. = θαμά, σε Πίνδ., Αττ.· βλ. θαμέες.