ῥινηλάτης

From LSJ
Revision as of 19:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνηλάτης Medium diacritics: ῥινηλάτης Low diacritics: ρινηλάτης Capitals: ΡΙΝΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: rhinēlátēs Transliteration B: rhinēlatēs Transliteration C: rinilatis Beta Code: r(inhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A one who tracks by scent, κύων ῥ. Poll.2.74.

German (Pape)

[Seite 844] ὁ, der mit der Nase, mit dem Geruch Auftreibende, Aufspürende, bes. vom Hunde, Poll. 2, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνηλάτης: -ου, [ᾰ] ὁ, (ἐλαύνω) ὁ διὰ τῆς ῥινὸς ἰχνηλατῶν ἀνιχνεύων, κύων ῥ. Πολυδ. Β΄, 74.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui suit en flairant la piste (chien).
Étymologie: ῥίς, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ο / ῥινηλάτης, ΝΑ
αυτός που βρίσκει τα ίχνη με τη μύτη, με την όσφρηση («κύων ῥινηλάτης», Ιουλ. Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ῥῑνηλάτης: -ου, ὁ (ἐλαύνω), ιχνηλάτης μέσω της όσφρησης, λέγεται για κυνηγόσκυλα, λαγωνικά, ῥῑνηλάτης κύων.