προσαύω
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
A burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ S.Ant. 619 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 753] anzünden, anbrennen, προσαύσῃ ist zw. L. Soph. Ant. 615. Vgl. προσαυράω.
Greek (Liddell-Scott)
προσαύω: φέρω πρός, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 (μετὰ διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. καταύω. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.
French (Bailly abrégé)
approcher : τί τινι une chose d’une autre.
Étymologie: πρός, αὔω.
Greek Monolingual
Α
καίω κάτι επί πλέον («πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύση», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔω «ανάβω, καίω»].
Greek Monotonic
προσαύω: μέλ. -αύσω, φέρω προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ, σε Σοφ.· (η λέξη αὔω δείχνει να είναι ισοδύν. του αἴρω).