Φόρκυς
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek (Liddell-Scott)
Φόρκῡς: -ῠος, ὁ, ἀρχαῖος τις θαλάσσιος θεὸς υἱὸς τοῦ Πόντου καὶ τῆς Γῆς γεννήσας τὰς Γραίας, τὰς Γοργόνας καὶ ἄλλα τέρατα ἐκ τῆς Κητοῦς, Ἡσ. Θεογ. 270 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
2υος (ὁ) :
Phorkys, père des Grées.
English (Autenrieth)
ῦνος and υος: Phorcys.— (1) old man of the sea, father of Thoōösa, Od. 1.72, Od. 13.96, 345.—(2) a Phrygian, the son of Phaenops, slain by Ajax, Il. 2.862, Il. 17.218, 312, 318.
Greek Monolingual
-υος και -υνος, ο, ΝΑ
μυθ.
1. θεός της θάλασσας, γιος του Πόντου και της Γης ή του Ωκεανού και της Τηθύος
2. το Έρεβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φορκός.
Greek Monotonic
Φόρκῡς: -ῠος, ὁ, Φόρκης, θεός της θάλασσας, πατέρας των Γραιών και των Γοργόνων, σε Ησίοδ.· γεν. επίσης Φόρκῡνος (όπως από Φόρκυν), σε Ομήρ. Οδ.