Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεβρίς

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρίς Medium diacritics: νεβρίς Low diacritics: νεβρίς Capitals: ΝΕΒΡΙΣ
Transliteration A: nebrís Transliteration B: nebris Transliteration C: nevris Beta Code: nebri/s

English (LSJ)

ἡ, gen. ίδος [ῐ] E.Ba.136 (lyr.; late ῖδος D.P.703, 946),

   A νεβρίδα E.Ba.24, Thesp.1, νεβρίσι E. Ba.249, νεβρίδας ib.696:—fawnskin, esp. as the dress of Dionysus and the Bacchae, Il.cc.

German (Pape)

[Seite 235] ίδος, ἡ, das Fell eines Hirschkalbes, bes. Bekleidung des Bacchus und der Bacchantinnen; νεβρίδ' ἐξάψας χροός, Eur. Bacch. 24; νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἔνδυτον, 137; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, 111; Sp., wie Luc. Bacch. 1; Plut. Symp. 4 extr. u. A. – [Νεβρῖδος hat D. Per. 703. 946, u. Draco p. 69, 23 führt ihn allein an; aber für die Kürze des ι sprechen Eur. Bacch. 24. 230, Theocr. ep. 2, 4, Hedyl. 2, 6, Opp. Cyn. 4, 245 u. a. sp. D.]

Greek (Liddell-Scott)

νεβρίς: ἡ: γεν. -ῖδος, Διον. Π. 703, 946, καὶ εἶναιμόνος τύπος ὃν παρέχει ὁ Δράκων· ἀλλὰ ῐ ἐν τοῖς: νεβρίδος Εὐρ. Βάκχ. 137· νεβρίδα αὐτόθι 24· νεβρίσι αὐτόθι 249· νεβρίδας αὐτόθι 696, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90· - δέρμα νεβροῦ, ἰδίως ὡς ἔνδυμα τοῦ Διονύσου καὶ τῶν βακχευόντων.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de faon.
Étymologie: νεβρός.

Greek Monolingual

νεβρίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. νεβρίδα.

Greek Monotonic

νεβρίς: -ίδος, ἡ, δέρμα νεογέννητου ελαφιού, ιδίως ως ένδυμα του Βάκχου και των ακολούθων του βακχευόντων, σε Ευρ.