ζῳοτόκος
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
German (Pape)
[Seite 1144] lebendige Innge gebärend, Arist. H. A. 1, 5 u. öfter; Theocr. 25, 125.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui enfante des êtres vivants, vivipare.
Étymologie: ζωός, τίκτω.
Greek Monotonic
ζῳοτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά τους απογόνους του ζωντανούς, αυτός που γεννά «μικρά», δηλ. ζωοτόκος αντίθ. προς το ὠοτόκος, αυτός που γεννά αυγά, σε Θεόκρ.