ζῳοτόκος

From LSJ
Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

German (Pape)

[Seite 1144] lebendige Innge gebärend, Arist. H. A. 1, 5 u. öfter; Theocr. 25, 125.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui enfante des êtres vivants, vivipare.
Étymologie: ζωός, τίκτω.

Greek Monotonic

ζῳοτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά τους απογόνους του ζωντανούς, αυτός που γεννά «μικρά», δηλ. ζωοτόκος αντίθ. προς το ὠοτόκος, αυτός που γεννά αυγά, σε Θεόκρ.