Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὠφελητέος

From LSJ
Revision as of 19:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠφελητέος Medium diacritics: ὠφελητέος Low diacritics: ωφελητέος Capitals: ΩΦΕΛΗΤΕΟΣ
Transliteration A: ōphelētéos Transliteration B: ōphelēteos Transliteration C: ofeliteos Beta Code: w)felhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A proper to be served, ὠφελγτέα σοι ἡ πόλις X.Mem.3.6.3.    II ὠφελητέον, one must serve, τὴν πόλιν ib.2.1.28.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφελητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν εἶναι ἀναγκαῖονπρέπον νὰ βοηθήσῃ τις, ὠφελητέα σοι ἡ πόλις Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 3. ΙΙ. ὠφελητέον, πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ ὠφελήσῃ, ὠφ. τὴν πόλιν αὐτόθι 2. 1, 28.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ὠφελέω.

Greek Monotonic

ὠφελητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. απαραίτητος στην παροχή βοήθειας ή κατάλληλος να βοηθηθεί, σε Ξεν.
II. ὠφελητέον, αυτός που κάποιος πρέπει να βοηθήσει· τὴν πόλιν, στον ίδ.