τετρακόρυμβος

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκόρυμβος Medium diacritics: τετρακόρυμβος Low diacritics: τετρακόρυμβος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΟΡΥΜΒΟΣ
Transliteration A: tetrakórymbos Transliteration B: tetrakorymbos Transliteration C: tetrakorymvos Beta Code: tetrako/rumbos

English (LSJ)

ον,

   A thick-clustering, κισσός AP7.23 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1098] mit vier Frucht- od. Blüthenbüscheln, übh. vieltraubig, κισσός Antp. Sid. 72 (VII, 23).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόρυμβος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς κορύμβους, κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre grappes.
Étymologie: τέσσαρες, κόρυμβος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς θυσάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κόρυμβος «κορυφή, θύσανος»].

Greek Monotonic

τετρᾰκόρυμβος: -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερις συστάδες, δηλ. που έχει πυκνές συστάδες, σε Ανθ.