καυτήριον

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτήριον Medium diacritics: καυτήριον Low diacritics: καυτήριον Capitals: ΚΑΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: kautḗrion Transliteration B: kautērion Transliteration C: kaftirion Beta Code: kauth/rion

English (LSJ)

τό,

   A branding iron, E.Fr.815 (cj.), LXX 4 Ma.15.22, Luc.Pisc.52 (vulg. καυστ-), Apol.2, Hippiatr.26: metaph., ὥσπερ καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν D.S.20.54.    II burnt mark, brand, Str.5.1.9, BGU469.7 (ii A.D.).    III instrument used in encaustic painting, Dig.33.7.17.    IV (in form καυστ-) kiln, PLond.2.391.8 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1408] τό, Brenneisen, Eisen zum Brennen, Brandmarken; Luc. Apol. 2 Pisc. 52 u. a. Sp.; übtr., ταῖς ψυχαῖς τῶν ἔνδον ὥςπερ καυτήριά τινα προσῆγεν D. Sic. 20, 54. Bei Strab. V, 215 das eingebrannte Zeichen.

Greek (Liddell-Scott)

καυτήριον: τό, σίδηρος καίων, καυτηριάζων, Λουκ. Ἁλ. 42 (κοινῶς καυστ-), Ἀπολ. 2· μεταφορ., καυτήρια ταῖς ψυχαῖς προσάγειν Διόδ. 20. 54· - ὡσαύτως καυτηρίδιον, Γαλην., Γλωσσ. ΙΙ. κεκαυμένον σημεῖον, τὸ ἐγκαυθέν, στῖγμα, Στράβ. 5. 215.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fer rouge ou brûlant pour cautériser.
Étymologie: καίω.

Greek Monotonic

καυτήριον: τό (καίω), σίδερο που καυτηριάζει, σε Λουκ., Κ.Δ.