τριηραρχία
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ἡ,
A command of a trireme, Arist. Pol.1322b4(pl.). II at Athens, the fitling out of a trireme for the public service, Lys.32.24, X.Ath.1.13, Oec.2.6, etc.: also at Priene, SIG1003.29 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
τριηραρχία: ἡ, τὸ τριηραρχεῖν, ἡ ἀρχηγία τριήρους, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 15. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ὁ ἐξοπλισμὸς τριήρους ὑπὸ πολίτου εἰς ὑπηρεσίαν τοῦ δημοσίου (πρβλ. τριήραρχος ΙΙ), πρῶτον παρὰ τῷ Λυσίᾳ 908. 5, Ξεν. Ἀθην. 1, 13, Οἰκ. 2, 6· ἡ τριηραρχία ἦν ἡ σπουδαιοτάτη τῶν ἐκτάκτων λειτουργιῶν. Περὶ τοῦ ἀξιώματος τούτου, τῶν καθηκόντων καὶ τῆς εὐθύνης αὐτοῦ ἴδε Wolf. Proleg. Leptin. σ. 100, Böckh P. E. 2, σ. 319-368, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
à Athènes obligation d’équiper une trière à ses frais.
Étymologie: τριήραρχος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τριηράρχης
(στην αρχ. Αθήνα) μορφή δημόσιας λειτουργίας της αθηναϊκής πολιτείας την οποία αναλάμβαναν οι ευπορότεροι πολίτες, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να εξοπλίσουν μία τριήρη («οἶδ' ὅτι καὶ τριηραρχίας μισθοὺς και εἰσφορὰς τοσαύτας σοι προστάζουσιν», Ξεν.)
αρχ.
η αρχηγία τριήρους.
Greek Monotonic
τριηραρχία: ἡ,
I. αρχηγία τριήρους, σε Αριστ.
II. στην Αθήνα, ο εξοπλισμός τριήρους από επιφανή πολίτη στην υπηρεσία του δημοσίου, σε Ξεν.