σωμασκέω

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωμασκέω Medium diacritics: σωμασκέω Low diacritics: σωμασκέω Capitals: ΣΩΜΑΣΚΕΩ
Transliteration A: sōmaskéō Transliteration B: sōmaskeō Transliteration C: somaskeo Beta Code: swmaske/w

English (LSJ)

   A exercise the body, practise wrestling, etc., X.Cyr.1.6.17, 3.1.20, Plb.6.47.8, etc.; σ. αὑτόν D.L.8.12: metaph., σ. τὸν πόλεμον train War (personified) for action, Plu.Aem.8.

German (Pape)

[Seite 1059] den Leib üben, dah. sich als Ringer, in der Ringkunft üben, u. übertr., τὸν πόλεμον, sich auf den Krieg vorbereiten, Xen. Cyr. 1, 6, 17 Mem. 3, 9, 11 u. öfter, u. Sp., wie Pol. 6, 47, 8, Plut. Aem. Paul. 8.

Greek (Liddell-Scott)

σωμασκέω: ἐξασκῶ, γυμνάζω τὸ σῶμα, γυμνάζομαι εἰς τὴν πάλην, κτλ., Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17., 3. 1, 20, κλπ.· σ. αὑτὸν Διογ. Λ. 8. 12· - μεταφορ., σ. τὸν πόλεμον, γυμνάζω ἐμαυτὸν εἰς τὸν πόλεμον, παρασκευάζομαι εἰς πόλεμον, Πλουτ. Αἰμίλ. 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 exercer son corps, s’exercer dans les gymnases;
2 préparer en s’exerçant : τὸν πόλεμον PLUT s’exercer pour se préparer à la guerre.
Étymologie: σῶμα, ἀσκέω.

Greek Monotonic

σωμασκέω: μέλ. -ήσω, γυμνάζω, εξασκώ το σώμα, γυμνάζομαι στην πάλη, σε Ξεν.· μεταφ., σωμασκέω τὸν πόλεμον, εξασκούμαι στον πόλεμο, δηλ. προπαρασκευάζομαι, προετοιμάζομαι για πόλεμο, σε Πλούτ.