ἐπισπονδή

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπονδή Medium diacritics: ἐπισπονδή Low diacritics: επισπονδή Capitals: ΕΠΙΣΠΟΝΔΗ
Transliteration A: epispondḗ Transliteration B: epispondē Transliteration C: epispondi Beta Code: e)pispondh/

English (LSJ)

ἡ, in pl.,

   A treaty made after another, Th.5.32.

German (Pape)

[Seite 981] ἡ, späteres Bündniß, plur., Thuc. 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπονδή: ἡ, ἀνανεωθεῖσα ἀνακωχή, ἢ ἣν δύναταί τις νὰ ἀνανεώσῃ. Θουκ. 5. 32, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
traité ou trêve conclus postérieurement, traité renouvelé.
Étymologie: ἐπισπένδω.

Greek Monolingual

ἐπισπονδή (Α) επισπένδω
ανανεωμένη ανακωχή ή ανακωχή που μπορεί να ανανεωθεί.

Greek Monotonic

ἐπισπονδή: ἡ (ἐπισπένδω), ανανεωμένη ή ανανεώσιμη ανακωχή, που μπορεί να ανανεωθεί, σε Θουκ.