ὠκύτης

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκύτης Medium diacritics: ὠκύτης Low diacritics: ωκύτης Capitals: ΩΚΥΤΗΣ
Transliteration A: ōkýtēs Transliteration B: ōkytēs Transliteration C: okytis Beta Code: w)ku/ths

English (LSJ)

ητος, Dor. ὤκυ-τας, ἡ,

   A swiftness, fleetness, Pi.P.11.50, E.Ba.1090, Pl.Ax.364c, Arr.An.1.1.13, Hippodam. ap. Stob.4.39.26; ὠ. ψυχῆς Onos.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύτης: -ητος, ἡ, ταχύτης, ὀξύτης, σπουδή, Πινδ. Π. 11. 75, Εὐρ. Βάκχ. 1090· ὡσαύτως παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀξιόχ. 364C, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 17, Τακτ. 44, Γαλην. τ. 4, σ. 126, 9, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
vitesse, agilité, promptitude.
Étymologie: ὠκύς.

Greek Monotonic

ὠκύτης: -ητος, ἡ, ταχύτητα, γρηγοράδα, οξύτητα, βιασύνη, σε Πίνδ., Ευρ.