ἀπορρύπτω
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
A cleanse thoroughly, Asp.in EN25.1, Luc.Gall.9; τοὺς πόρους Gal.11.745:—Med., cleanse oneself, Plu.Sull.36, Ael.NA9.62: c.acc., ἀ. τὰς ἐκ παθῶν καὶ νοσημάτων κηλῖδας Ph.2.487, cf. Iamb.Protr.21.ιά. 2 wash away, μελεδωνάς prob. cj. in AP9.815.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρύπτω: ἀποπλύνω τὸν ῥύπον, Λουκ. Ἀλεκτρ. 9. - Μεσ., καθαρίζω ἐμαυτὸν, Ἐμπεδ. 442 Stein, Πλουτ. Σύλλ. 36, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 62. 2) ἀποπλύνω, τὸ λοετρὸν ἀπορρύπτει μελεδῷνας Ἀνθ. Π. 9. 815. Ὡσαύτως -ρυπόω, Ἡσύχ.: ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -πωσις, ἡ, καθαρισμὸς, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
nettoyer.
Étymologie: ἀπό, ῥύπτω.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tb. ἀπορύπτω Gal.11.745
1 limpiar τοὺς πόρους Gal.l.c., ἐμαυτόν Luc.Gall.9
•fig. borrar, limpiar, eliminar μελεδῶνας AP 9.815, un baldón ὃν ... ἀπορρύψειεν ὁ γενναῖος Asp.in EN 25.1, el pecado, Gr.Nyss.Bapt.Chr.p.222.15.
2 en v. med. limpiarse, lavarse c. ac. σπίλους Pythag.Ep.2.2
•abs., Artem.4.41, Plu.Sull.36, Ael.NA 9.62
•fig. τὰς ἐκ παθῶν καὶ νοσημάτων κηλῖδας Ph.2.487, τὰς δὲ φαύλας (πράξεις) Iambl.Protr.21, τὰς ἁμαρτίας ἀπορρυπτόμεθα Clem.Al.Paed.1.6.26, la herejía, Eus.HE 4.30.3.
Greek Monolingual
ἀπορρύπτω (Α) ρύπτω
1. καθαρίζω προσεκτικά
2. ξεπλένω.
Greek Monotonic
ἀπορρύπτω: μέλ. -ψω, ξεπλένω τη βρωμιά, καθαρίζω σχολαστικά, σε Λουκ. — Μέσ., καθαρίζω προσεκτικά τον εαυτό μου, ξεπλένομαι, σε Πλούτ.