παρπεπιθών
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
Ep. redupl. aor. 2 part. of παραπείθω. παρπόδιος, ον, poet. for παραπόδιος. παρπόρφυρος,
A = παραπόρφυρος, IG7.2421 (Thebes) :—also παρπόρφουρος, Schwyzer 462 B 39 (Tanagra, iii B. C.). παρράλιος [ᾰλ], η, ον, Ep. for παράλιος, A.R.4.1560, v. l. in D.P.253. παρρέκτης, ου, ὁ, = πανοῦργος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 528] ep. aor. II. zu παραπείθω.
Greek (Liddell-Scott)
παρπεπῐθών: Ἐπικ. μετ’ ἀναδιπλ. μετοχ. ἀορ. β΄ τοῦ παραπείθω.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 poét. avec sync. de παραπείθω.
English (Autenrieth)
see παραπείθω.
Greek Monotonic
παρπεπῐθών: Επικ. αναδιπλ. μτχ. αορ. βʹ του παραπείθω.