διανέομαι
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
German (Pape)
[Seite 592] durchgehen, διανεύμενος ἔργα σαοφροσύνης Christodor. in Anth. II, 34.
Greek (Liddell-Scott)
διανέομαι: διέρχομαί τι ἔργα Ἀνθ. Π. 2. 34.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
traverser, parcourir.
Étymologie: διά, νέομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. part. διανεύμενος]
ir hasta el fondo, fig. dedicarse fervientemente a c. ac. ἔργα σαοφροσύνης διανεύμενος AP 2.34 (Christod.).