ἀροτροπόνος

From LSJ
Revision as of 20:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀροτροπόνος Medium diacritics: ἀροτροπόνος Low diacritics: αροτροπόνος Capitals: ΑΡΟΤΡΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: arotropónos Transliteration B: arotroponos Transliteration C: arotroponos Beta Code: a)rotropo/nos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A working with the plough, AP9.274 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτροπόνος: -ον, ὁ μετὰ τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille avec la charrue.
Étymologie: ἄροτρον, πένομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
que trabaja con el arado ζεῦγλαι AP 9.274 (Phil.).

Greek Monotonic

ἀροτροπόνος: -ον, αυτός που δουλεύει μαζί με άροτρο, σε Ανθ.