εὐτείχεος

From LSJ
Revision as of 21:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτείχεος Medium diacritics: εὐτείχεος Low diacritics: ευτείχεος Capitals: ΕΥΤΕΙΧΕΟΣ
Transliteration A: euteícheos Transliteration B: euteicheos Transliteration C: efteicheos Beta Code: eu)tei/xeos

English (LSJ)

ον, (τεῖχος)

   A well-walled, Τροίη Il.1.129, etc.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτείχεος: -ον, (τεῖχος) ἔχων καλὰ τείχη, Τροίη, Ἴλιος Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ὡσαύτως, εὐτειχής, ές, Πινδ. Ο. 6. 1, Ν. 7. 67, Εὐρ. Ἀνρδ. 1010· ἐν Ἰλ. Π. 57 ἔχομεν αἰτιατ. εὐτείχια (οὐχὶ εὐτειχέα), ὅπερ ὁ Εὐστ. ἀναφέρει εἰς τὸ εὔτειχος, εος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux bonnes ou solides murailles, bien fortifié.
Étymologie: εὖ, τεῖχος.

English (Autenrieth)

metapl. acc. sing. εὐτείχεα: well-walled, well-fortified, Il. 1.129, Il. 16.57.

Greek Monolingual

εὐτείχειος, -ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος του ευ-τειχής για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

εὐτείχεος: -ον (τεῖχος), καλοτειχισμένος, σε Ομήρ. Ιλ.