στροφεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A vertebra, Poll.2.130. II socket in which the pivot of a door (cf. στρόφιγξ) moved, Ar.Th.487, Fr.255, Hermipp. 47.9(anap.), Thphr.HP5.6.4, Kourouniotes Ἐλευσινιακά 1.190 (Eleusis, iv B.C.), IG11(2).287 B 148 (Delos, iii B.C.), Plb.7.16.5. 2 the pivot itself,= στρόφιγξ, ὁ κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς σ. S.E.M.10.54, cf. BGU1201.17 (i B.C./i A.D.), PMag.Osl.1.136, Luc.DMeretr. 12.3. 3 part of a weasel-trap, Gloss.
German (Pape)
[Seite 956] έως, ὁ, 1) der Wirbelknochen des Halses u. Rückgrats, Poll. 2, 130. – 2) der Angelhaken, auf dem sich die Thür dreht, Ar. Thesm. 487 (vgl. στρόφιγξ); Pol. sagt διακόπτειν τοὺς στροφεῖς τῶν πυλῶν, 7, 16, 5; Luc. D. Meretr. 12; vgl. S. Emp. adv. phys. 2, 54.
Greek (Liddell-Scott)
στροφεύς: έως, ὁ, (στρέφω) εἷς τῶν σπονδύλων τοῦ τραχήλου ἢ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Πολυδ. Β΄, 130. ΙΙ. θήκη ἐν ᾗ ὁ στρόφιγξ τῆς θύρας περιεστρέφετο, Ἀριστοφ. Θεσμ. 487, Ἀποσπ. 251, Ἔρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 4, Πολύβ. 7. 16, 5.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
gond de porte.
Étymologie: στρέφω.
Spanish
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
βλ. στροφέας.
Greek Monotonic
στροφεύς: -έως, ὁ (στρέφω), υποδοχή, θήκη γύρω από την οποία περιστρέφονταν οι στρόφιγγες της πόρτας (ὁ στρόφιγξ), στρόφιγγα, μεντεσές, σε Αριστοφ.