ἀσυσκεύαστος

From LSJ
Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυσκεύαστος Medium diacritics: ἀσυσκεύαστος Low diacritics: ασυσκεύαστος Capitals: ΑΣΥΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asyskeúastos Transliteration B: asyskeuastos Transliteration C: asyskeyastos Beta Code: a)suskeu/astos

English (LSJ)

ον,

   A not arranged, not ready, X.Oec.8.13.

German (Pape)

[Seite 381] nicht zusammengepackt, dah. ungeordnet, Xen. Oec. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυσκεύαστος: -ον, μὴ συσκευασθείς, ἀπαράσκευος, Ξεν. Οἰκ. 8. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non coordonné, non arrangé, non prêt.
Étymologie: ἀ, συσκευάζομαι.

Spanish (DGE)

-ον
no preparado, no dispuesto οὕτω κείμενα ἕκαστα ... οὐκ ἀσυσκεύαστά ἐστιν X.Oec.8.13.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσυσκεύαστος, -ον)
νεοελλ.
ο μη συσκευασμένος
αρχ.
απροετοίμαστος.

Greek Monotonic

ἀσυσκεύαστος: -ον, αυτός που δεν συσκευάστηκε, απακετάριστος, ατακτοποίητος, σε Ξεν.