ἀσυσκεύαστος
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
ἀσυσκεύαστον, not arranged, not ready, X.Oec.8.13.
Spanish (DGE)
-ον
no preparado, no dispuesto οὕτω κείμενα ἕκαστα ... οὐκ ἀσυσκεύαστά ἐστιν X.Oec.8.13.
German (Pape)
[Seite 381] nicht zusammengepackt, dah. ungeordnet, Xen. Oec. 8, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non coordonné, non arrangé, non prêt.
Étymologie: ἀ, συσκευάζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυσκεύαστος: не уложивший своих вещей, т. е. не готовый Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυσκεύαστος: -ον, μὴ συσκευασθείς, ἀπαράσκευος, Ξεν. Οἰκ. 8. 13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσυσκεύαστος, -ον)
νεοελλ.
ο μη συσκευασμένος
αρχ.
απροετοίμαστος.
Greek Monotonic
ἀσυσκεύαστος: -ον, αυτός που δεν συσκευάστηκε, απακετάριστος, ατακτοποίητος, σε Ξεν.
Middle Liddell
not arranged, not ready, Xen.