λιταργίζω

From LSJ
Revision as of 21:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐταργίζω Medium diacritics: λιταργίζω Low diacritics: λιταργίζω Capitals: ΛΙΤΑΡΓΙΖΩ
Transliteration A: litargízō Transliteration B: litargizō Transliteration C: litargizo Beta Code: litargi/zw

English (LSJ)

Att. fut. -ιῶ,

   A slip away, Ar.Pax562; cf. ἀπολιτ-.

Greek (Liddell-Scott)

λῐταργίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ὑπάγω που τρέχων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 562· «λιταργίζειν· τροχάζειν» Ἡσύχ., καὶ «λιταργιοῦμεν· ὀξυνοῦμεν. ταχυνοῦμεν» ὁ αὐτ., πρβλ. ἀπολιτ-.

French (Bailly abrégé)

se hâter, filer en vitesse.
Étymologie: λίταργος.

Greek Monolingual

λιταργίζω (Α)
πηγαίνω κάπου γρήγορα, σπεύδω, τρέχω («εἶθ' ὅπως λιταργιοῡμεν οἴκαδ' εἰς τὰ χωρία», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ., πιθ. < λιτός (εδώ ως επιτατικό πρόθημα) + ἀργός «ταχύς»].

Greek Monotonic

λῐταργίζω: Αττ. μέλ. λιταργιῶ, σπεύδω, κάνω γρήγορα, σε Αριστοφ.