ἀπειρότοκος

From LSJ
Revision as of 21:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρότοκος Medium diacritics: ἀπειρότοκος Low diacritics: απειρότοκος Capitals: ΑΠΕΙΡΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: apeirótokos Transliteration B: apeirotokos Transliteration C: apeirotokos Beta Code: a)peiro/tokos

English (LSJ)

ον,

   A not having brought forth, παρθενίη AP6.10 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 285] im Gebären unerfahren, παρθενία Antip. Sid. 12 (VI, 10).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρότοκος: -ον, ἄπειρος τόκου, παρθένος, Ἀνθ. Π. 6. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne connaît pas l’enfantement, vierge.
Étymologie: ἄπειρος¹, τίκτω.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene experiencia del parto παρθενίη AP 6.10 (Antip.Sid.), cf. Cyr.Al.M.77.480C.

Greek Monolingual

ἀπειρότοκος, -ον (AM)
(μόνο στο θηλ.) αυτή που δεν έχει γεννήσει, η παρθένος.

Greek Monotonic

ἀπειρότοκος: -ον (τίκτω), γυναίκα που δεν έχει γεννήσει, παρθένα, σε Αισχύλ.