ἄτυφος
Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχη → Fortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück
English (LSJ)
ον,
A not puffed up, Pl.Phdr.230a, Timo9.1; esp. of the Stoic sage, Cleanth.Stoic.1.127: Comp., Plu.Alex.45: Sup., D.L.4.37. Adv. -φως Plu.2.32d, M.Ant.1.16.4: Comp. -ότερον Hierocl.in CA19p.461M.: Sup. -ότατα Ael.Fr.137:—also ἀτῡφί, dub. in IG14.2094.
German (Pape)
[Seite 390] ohne Anmaßung u. Hochmuth, bescheiden, Plat. Phaedr. 280; Cic. Att. 6, 9; Plut. Alex. 45. – Adv. ἀτύφως, M. Ant. 1, 16; superl. ἀτυφότατα, Ael.
Greek (Liddell-Scott)
ἄτῡφος: -ον, ὁ μὴ τετυφωμένος, μὴ ἀλαζών, ταπεινόφρων, Πλάτ. Φαῖδρ. 230Α, Τίμων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 761Ε: ― συγκρ. ἀτυφότερος, ἀτυφοτέραν μὲν ἐκείνης Πλούτ. Ἀλέξ. 45. ― Ἐπίρρ. -φως Πλούτ. 2. 32D· ὡσαύτως ἀτυφὶ (;) Συλλ. Ἐπιγρ. 1645β., ἀτυφότατα Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀτυφία.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans orgueil, modeste;
Cp. ἀτυφότερος.
Étymologie: ἀ, τύφος.
Spanish (DGE)
(ἄτῡφος) -ον
1 exento de arrogancia, modesto μοῖρα Pl.Phdr.230a
•gener. de pers.: de Pirrón. Timo SHell.783.1, del sabio estoico, Cleanth.Fr.Poet.3.8, Chrysipp.Stoic.3.163, del ἀνὴρ σώφρων D.Chr.77/78.26, de Crates y Diógenes, Teles 2 p.14, de una moda en el vestir, Plu.Alex.45
•c. inf. modesto para καὶ λαθεῖν τὴν χάριν ἀτυφότατος de Arcesilao, D.L.4.37
•subst. τὸ ἀτυφότερον la mayor modestia Hierocl.in CA 19.8
•sup. neutr. como adv. ἀτυφότατα sin la mínima arrogancia Ael.Fr.137.
2 adv. -ως sin arrogancia, modestamente ἔχειν Plu.2.32d, χρηστικὸν ἀ. M.Ant.1.16.4, λέγειν Plot.2.9.6.
Greek Monolingual
ἄτυφος, -ον (Α) τύφος
αυτός που δεν κομπάζει, ο ταπεινός.
Greek Monotonic
ἄτῡφος: -ον, αυτός που δεν έχει έπαρση ή υπεροψία, ο μετριόφρων.