ἀτρεμαῖος

From LSJ
Revision as of 21:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλειmany things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμαῖος Medium diacritics: ἀτρεμαῖος Low diacritics: ατρεμαίος Capitals: ΑΤΡΕΜΑΙΟΣ
Transliteration A: atremaîos Transliteration B: atremaios Transliteration C: atremaios Beta Code: a)tremai=os

English (LSJ)

α, ον (ος, ον E.Or.147 (lyr.)),

   A = ἀτρεμής, βοά a whisper, l.c.: neut. pl.as Adv., Id.HF1053 (lyr.); regul.Adv.-αίως Call.Iamb. 1.241; οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.Morb.Sacr.15, cf. J.AJ15.7.5.

German (Pape)

[Seite 388] α, ον, ruhig, leise, βοά Eur. Or. 147; Phoen. 182; auch Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀτρεμής· ἀτρ. βοά, ψιθυρισμός, Εὐρ. Ὀρ. 147· οὐκ ἀτρεμαῖοι Ἱππ. 309. 9· ― ἀτρεμαιότης, ητος, ἡ, ὁ αὐτ. 28. 33.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui ne tremble pas, immobile, calme.
Étymologie: ἀ, τρέμω.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Morfología: [-ος, -ον E.Or.147]
I 1inmóvil, tranquilo οἱ μὲν ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι ... οἱ δὲ ὑπὸ χολὴν ... οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.Morb.Sacr.15.2, ἀτρεμαίῳ καταστήματι ... πρὸς τὸν θάνατον ἀπῄει I.AI 15.236
fig. poco estimulante, falto de interés τὸ γὰρ ... ἐξανιστὰν ἡμᾶς ἐπὶ πράξεις καὶ λόγους οὐ μικρὸν οὐδ' ἀτρεμαῖόν ἐστιν Plu.2.722f.
2 ligero, suave ὡς ἀτρεμαῖα κέντρα καὶ σώφρονα πώλοις μεταφέρων ἰθύνει E.Ph.177, ἀτρεμαῖον ... φέρω βοάν E.l.c.
neutr. plu. adv. en voz baja οὐκ ἀτρεμαῖα θρῆνον αἰάζετ', ὦ γέροντες; E.HF 1054.
II adv. -ως suavemente τὴν δ' ἀπήλλαξε μάλ' ἀ. ἡ τεκοῦσα τὸ χρῖμα Call.Fr.194.45.

Greek Monolingual

ἀτρεμαῑος, -α, -ον (Α) ατρεμής
1. ατρεμής
2. (για φωνή) ψιθυριστός.

Greek Monotonic

ἀτρεμαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἀτρεμής, σε Ευρ.