Γάδειρα
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
[Γᾰ], ων, τά, Cadiz, Pi.N.4.69, etc.; Ion.Γήδειρα Hdt.4.8: Γᾰδειρίτης [ῑ], Γᾰδειρεύς, ὁ,
A a man of Cadiz, St.Byz.:—Adj. Γᾰδειρικός, ή, όν, τάριχος Eup.186, Pl.Criti.114b; or Γᾰδειραῖος, α, ον, as Γ. πορθμός the Straits of Gibraltar, Plu.Sert.8. Adv. Γᾰδειρόθεν AP 14.121 (Metrod.), Euthyd. ap. Ath.3.116c.
Greek (Liddell-Scott)
Γάδειρα: -ων, Λατ. Gades τανῦν Gadix, πόλις τῆς Ἱσπανίας, Πίνδ. Ν. 4.114, κτλ.· Ἰων. Γήδειρα, Ἡρόδ. 4.8· - Γαδειρίτης, Γαδειρεύς, ὁ, κάτοικος τῶν Γαδείρων· - ἐπίθ. Γαδειρικός, ή, όν, Εὔπολ. Μαρικ. 23· ἢ Γαδειραῖος, α, ον, ὡς, Γ. πορθμός, ὁ πορθμὸς τοῦ Γιβραλτάρ, Πλούτ. Σερτ. 8. -Ἐπίρρ Γαδείρᾱθεν, Ἀνθ. ΙΙ.14.121, καὶ οὕτως ἀναγνωστέον παρ’ Εὐθυδ. ἐν Ἀθην. 116C.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
Gadeires, ville de Bétique en Espagne (auj. Cadix).
English (Slater)
Γᾱδειρα Cadiz, situated at the pillars of Herakles, a symbol for the end of the world. cf. (O. 3.44) (I. 4.12)
1 Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν (N. 4.69)
Spanish (DGE)
-ων, τά
• Alolema(s): Γάδειρα, ἡ Eratosth.Fr.Geog.3B.121; Γήδειρα Hdt.4.8
• Prosodia: [-ᾰ-]
Gadiras, Gadira ciu. e isla junto a la costa suroccidental de Iberia, actual Cádiz, considerada el límite externo del mundo Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν lo que está al occidente de Gadira no es accesible Pi.N.4.69, Hdt.l.c., Plb.34.5.6, 7.7, Scymn.161, D.S.4.18, 5.20, τὰ ἀρχαῖα Γ. Philostr.VA 5.1, cf. 2-4, Str.1.2.31, 2.5.30, 3.5.5, I.AI 1.122, BI 2.363, D.P.451, Arr.An.3.30.9, App.Hisp.5, 65, Paus.1.35.8, Ptol.Geog.2.4.13, D.C.37.52.2, 41.24.1, Marcian.Peripl.2.4, 9, St.Byz.
•identificada c. Eritea, Pherecyd.18b, Eratosth.l.c., Apollod.2.5.10
•como dos islas: una africana y otra europea, Scyl.Per.111
•prov. τὰ γὰρ Γαδείρων οὐ περατά en relación c. hechos imposibles, Apostol.16.19, cf. γάδειρον.
Greek Monotonic
Γάδειρα: [ᾰ], Ιων. Γήδειρα, -ῶν, τά, Λατ. Gades, Cadiz, σε Ηρόδ.· επίθ., Γαδειραῖος πορθμός, τα Στενά του Γιβραλτάρ, σε Πλούτ.· επίρρ., Γᾰδειρόθεν, σε Ανθ.