γεραιόφλοιος

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεραιόφλοιος Medium diacritics: γεραιόφλοιος Low diacritics: γεραιόφλοιος Capitals: ΓΕΡΑΙΟΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: geraióphloios Transliteration B: geraiophloios Transliteration C: geraiofloios Beta Code: geraio/floios

English (LSJ)

ον,

   A with old, wrinkled skin, σῦκα AP6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 485] mit alter, runzlicher Rinde, σῦκα Philip. 20 (VI, 102).

Greek (Liddell-Scott)

γεραιόφλοιος: -ον, ἔχων πεπαλαιωμένον, ἐρρυτιδωμένον φλοιόν, δέρμα, Ἀνθ.II. 6. 102.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la peau ridée.
Étymologie: γεραιός, φλοιός.

Spanish (DGE)

-ον
de piel vieja, e.d. arrugada σῦκα AP 6.102 (Phil.).

Greek Monolingual

γεραιόφλοιος, -ον (Α)
(για δέντρο) με γέρικο φλοιό, γεμάτο ρυτίδες.

Greek Monotonic

γεραιόφλοιος: -ον, αυτός που έχει γερασμένο και ρυτιδιασμένο δέρμα, σε Ανθ.