εἴνατος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
German (Pape)
[Seite 733] p. = ἔννατος, Il. 2, 295.
Greek (Liddell-Scott)
εἴνατος: -η, -ον, Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἔνατος, Ἰλ. Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
épq. et ion. c. ἔνατος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
εἴνατος, -η, -ον (Α)
βλ. ένατος.
Greek Monotonic
εἴνᾰτος: -η, -ον, Ιων. αντί ἔνατος, ο ένατος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.