εἰσκαλαμάομαι

From LSJ
Revision as of 22:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκᾰλᾰμάομαι Medium diacritics: εἰσκαλαμάομαι Low diacritics: εισκαλαμάομαι Capitals: ΕΙΣΚΑΛΑΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: eiskalamáomai Transliteration B: eiskalamaomai Transliteration C: eiskalamaomai Beta Code: ei)skalama/omai

English (LSJ)

(

   A κάλαμος 1.2) haul in, as an angler the fish which he has hooked, Ar.V.381.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκᾰλᾰμάομαι: (κάλαμος Ι. 2) ἀποθ. ἀντὶ ἐκκαλαμάομαι, ἐπὶ τῶν διὰ καλάμου τοὺς ἰχθῦς ἀγρευόντων, ἀνασπῶ, ἀνέλκω. Ἀριστοφ. Σφ. 381.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
prendre à la ligne.
Étymologie: εἰς, κάλαμος.

Spanish (DGE)

(εἰσκᾰλᾰμάομαι)
cóm. capturar como a un pez pescado con caña μ' εἰσκαλαμᾶσθαι de Filocleón descolgándose con una cuerda, Ar.V.382.

Greek Monotonic

εἰσκᾰλᾰμάομαι: (κάλαμος II. 2), αποθ., παίρνω μέσα, τραβώ, έλκω, όπως εκείνος που ψαρεύει με πετονιά το ψάρι που έχει αγκιστρωθεί σ' αυτήν, σε Αριστοφ.