ἐνδιατάσσω

Revision as of 22:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A draw up in, Χῶρος ἐπιτήδειος ἐνδιατάξαι (sc. τὸν στρατόν) Hdt.7.59.

German (Pape)

[Seite 833] darin auseinanderstellen u. ordnen, στρατόν Her. 7, 59.

French (Bailly abrégé)

ranger dans.
Étymologie: ἐν, διατάσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 ordenar, poner en orden, formar χῶρος ... ἐπιτήδεος ἐνδιατάξαι ... τὸν στρατόν un sitio adecuado para formar allí al ejército Hdt.7.59.
2 situar, instalar en v. pas. Δικαιοσύνην ... τε καὶ Εἰρήνην ... ἐν ὀγδοάδι μένειν ἐνδιατεταγμένας considera un gnóstico que Justicia y Paz se encuentran situadas en la ogdóada o serie primaria de eones, Clem.Al.Strom.4.25.162.

Greek Monolingual

ἐνδιατάσσω (Α)
διατάσσω, τακτοποιώ σ' έναν χώρο.

Greek Monotonic

ἐνδιατάσσω: μέλ. -ξω, παρατάσσω ένα στράτευμα, το τοποθετώ σε στρατιωτική παράταξη, σε Ηρόδ.