ἐνδιατάσσω
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
draw up in, Χῶρος ἐπιτήδειος ἐνδιατάξαι (sc. τὸν στρατόν) Hdt.7.59.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 ordenar, poner en orden, formar χῶρος ... ἐπιτήδεος ἐνδιατάξαι ... τὸν στρατόν un sitio adecuado para formar allí al ejército Hdt.7.59.
2 situar, instalar en v. pas. Δικαιοσύνην ... τε καὶ Εἰρήνην ... ἐν ὀγδοάδι μένειν ἐνδιατεταγμένας considera un gnóstico que Justicia y Paz se encuentran situadas en la ogdóada o serie primaria de eones, Clem.Al.Strom.4.25.162.
German (Pape)
[Seite 833] darin auseinanderstellen u. ordnen, στρατόν Her. 7, 59.
French (Bailly abrégé)
ranger dans.
Étymologie: ἐν, διατάσσω.
Greek Monolingual
ἐνδιατάσσω (Α)
διατάσσω, τακτοποιώ σ' έναν χώρο.
Greek Monotonic
ἐνδιατάσσω: μέλ. -ξω, παρατάσσω ένα στράτευμα, το τοποθετώ σε στρατιωτική παράταξη, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιατάσσω: (где-л.) расставлять, выстраивать (τὸν στρατόν Her.).