Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔρα

From LSJ
Revision as of 23:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρα Medium diacritics: ἔρα Low diacritics: έρα Capitals: ΕΡΑ
Transliteration A: éra Transliteration B: era Transliteration C: era Beta Code: e)/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A earth, Erot.s.v. ἕρπει, Sch.Il.Oxy.221x28, EM369.24 Hsch. (also expld. as, = κοιλία), cf. Str.16.4.27:—Adv. ἔραζε, Dor. ἔρασδε, to earth, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Od.15.527 ; ἀπὸ δ' εἴδατα χεῦεν ἔ. 22.85, cf. Hes.Op.421,473 ; so νιφάδες δ' ὡς πῖπτον ἔ. Il.12.156 ; οὑμὸς δὲ πότμος..κυρῶν ἄνω ἔ. πίπτει A.Fr.159 ; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Theoc.7.146 ; on the ground, θάλλειν Mosch.2.66.

German (Pape)

[Seite 1016] terra, Erde, als Stammform von dem Folgenden, vgl. Schol. Il. 1, 4, von ἔνεροι, wenigstens bei den Alten, u. von ἔρημοι u. ä. angenommen.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρα: ἡ τὸ Λατ. terra, γῆ, μόνον παρὰ Γραμμ.: ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἔραζε, εἰς τὴν γῆν, ἐπὶ τῆς γῆς, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε Ὀδ. Ο. 527· ἀπό δ’ εἴδατα χεῦεν ἔρ. Χ. 85, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 419. 471· οὕτω, νιφάδες δ’ ὥς πῖπτον ἔρ. Ἰλ. Μ. 156· οὑμὸς δὲ πότμος… κυρῶν ἄνω ἔρ. πίπτει Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε Θεόκρ. 7. 146· ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, θάλλειν Μόσχ. 2. 66.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
terre.
Étymologie: DELG cf. all. Erde.

Greek Monotonic

ἔρα: ἡ, το Λατ. terra, γη· απ' όπου, επίρρ., ἔραζε, στη γη, στο έδαφος, σε Όμηρ.· Δωρ. ἔρασδε, σε Θεόκρ.