ἑσπερινός

From LSJ
Revision as of 23:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

German (Pape)

[Seite 1043] = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; δόρπον Ath. I, 11 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπερινός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ. Ξεν. Λακ. 12. 6. - ἡ ἑσπερινὴ θυσία Ἑβδ. (Λευ. ΚΓ΄, 5, κλ.)· ἑσπερινὴ εὐχὴ Βασίλ. ΙΧ. 497C· σύναξις Θεόφιλ. Ἀλ. 33Β. 2) ὡς οὐσ., ὁ ἑσπερινὸς (ἐξυπ. ὕμνος) Γρηγέντ. 616Β. - Ἐν τῇ Λειτουργικῇ μέγας ἑσπερινός, καθ’ ὃν τελεῖται καὶ εἴσοδος καὶ μικρὸς ἑσπερινὸς ὁ συνήθης.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
du soir.
Étymologie: ἕσπερος.

Greek Monolingual

-ή, -ό και σπερινός και σπερνός και εσπερνός, -ή, -ό (ΑΜ ἑσπερινός, -ή, -όν) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπέριος
2. εκκλ. το αρσ. ως ουσ. ο εσπερινός (ενν. ύμνος)
η εκκλησιαστική ακολουθία γύρω στη δύση του ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια προσευχή της επόμενης ημέρας και γι' αυτό ψάλλονται τροπάρια και απολυτίκιο της εορτής της επόμενης ημέρας
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἑσπερινόν
το βράδυ.

Greek Monotonic

ἑσπερῐνός: -ή, -όν, = το επόμ., σε Ξεν.