εὐσκευέω

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσκευέω Medium diacritics: εὐσκευέω Low diacritics: ευσκευέω Capitals: ΕΥΣΚΕΥΕΩ
Transliteration A: euskeuéō Transliteration B: euskeueō Transliteration C: efskeveo Beta Code: eu)skeue/w

English (LSJ)

   A to be well equipped, S.Aj.823.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσκευέω: (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι καλῶς παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «καλῶς παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ Αἴας πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être bien équipé.
Étymologie: εὖ, σκεῦος.

Greek Monotonic

εὐσκευέω: (όπως αν προερχόταν από το εὔ-σκευος), είμαι καλά εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.