ἠλεκτροφαής
From LSJ
ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
English (LSJ)
ές,
A amber-gleaming, αὐγαί, of the tears of the Phaethontiades, E.Hipp. 741 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1160] ές, wie Elektron glänzend, αὐγαί Eur. Hipp. 741.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l’éclat ou la pureté de l’ambre.
Étymologie: ἤλεκτρον, φάος.
Greek Monolingual
ἠλεκτροφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι-φαής, παμ-φαής].
Greek Monotonic
ἠλεκτροφαής: -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεχριμπάρι, σε Ευρ.