ἠλεκτροφαής

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλεκτροφᾰής Medium diacritics: ἠλεκτροφαής Low diacritics: ηλεκτροφαής Capitals: ΗΛΕΚΤΡΟΦΑΗΣ
Transliteration A: ēlektrophaḗs Transliteration B: ēlektrophaēs Transliteration C: ilektrofais Beta Code: h)lektrofah/s

English (LSJ)

ές,

   A amber-gleaming, αὐγαί, of the tears of the Phaethontiades, E.Hipp. 741 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1160] ές, wie Elektron glänzend, αὐγαί Eur. Hipp. 741.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l’éclat ou la pureté de l’ambre.
Étymologie: ἤλεκτρον, φάος.

Greek Monolingual

ἠλεκτροφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι-φαής, παμ-φαής].

Greek Monotonic

ἠλεκτροφαής: -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεχριμπάρι, σε Ευρ.