ζώω
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
English (LSJ)
Ep. and Ion. for ζῶ.
German (Pape)
[Seite 1145] ion. u. ep. = ζάω, nur praes. u. impf., leben, oft bei Hom.; ἀγαθὸν βίον ζώειν Od. 15, 491; Her. Auch Pind. Ol. 2, 27 u. oft, einzeln Soph. in lyr. Stellen, El. 154 O. C. 1215 fr. bei Stob. flor. 98, 46; sp. D., wie Antiphan. 8 (IX, 256).
Greek (Liddell-Scott)
ζώω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ζάω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., inf. prés. ζώειν, impf. ἔζωον et impf. itér. ζώεσκον;
ion. et épq. c. ζάω.
English (Autenrieth)
inf. ζώειν, ζωέμεναι, part. ζώοντος and ζῶντος, ipf. ἔζωον: live; freq. joined with ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, Od. 4.833; with ἔστιν, Od. 24.263; ῥεῖα ζώοντες, of the gods and their untroubled existence.
English (Slater)
ζώω (ζώει, ζώων, ζώειν.)
1 live ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις Σεμέλα (O. 2.25) ἤθελον Χίρωνά κεζώειν τὸν ἀποιχόμενον (P. 3.3) καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων (P. 10.25) ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών (I. 7.30) ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος, ζώει κάματον προφυγὼν ἀνιαρόν Παρθ. 1. 19. met., ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων (I. 3.5)
Greek Monolingual
βλ. ζω.
Greek Monotonic
ζώω: Επικ. και Ιων. αντί ζάω.