καταθαμβέομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass.,
A to be astonished at, c. acc., Plu.Num.15, Fab.26.
German (Pape)
[Seite 1348] in Verwunderung gesetzt werden, erstaunen; κατατεθαμβημένος τὸν Ἀννίβαν Plut. Fab. 26, vgl. Num. 15.
Greek (Liddell-Scott)
καταθαμβέομαι: Παθ., εἶμαι ἔκθαμβος πρός τι,· μετ’ αἰτιατ., Πλουτ. Νουμ. 15, Φαβ. 26.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
voir avec frayeur, redouter.
Étymologie: κατά, θαμβέω.
Greek Monotonic
κατᾰθαμβέομαι: Παθ., είμαι έκθαμβος, έκπληκτος, κατάπληκτος, με αιτ., σε Πλούτ.