καταπλαστύς
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
ύος, ἡ, Ion. for κατάπλασμα, Hdt.4.75.
German (Pape)
[Seite 1370] ύος, ἡ, ion. = κατάπλασμα, Her. 4, 75.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κατάπλασμα, Ἡρόδ. 4. 75.
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
enduit, emplâtre, cataplasme.
Étymologie: καταπλάσσω.
Greek Monolingual
καταπλαστύς, ἡ (Α) καταπλάσσω
ιων. τ. βλ. κατάπλασμα.
Greek Monotonic
καταπλαστύς: -ύος, ἡ, Ιων. αντί καταπλάσματος, σε Ηρόδ.