καταφοβέω
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
A strike with fear, Th.7.21, Luc.DMeretr.13.5, D.C.39.36:—Pass., c. fut. Med., to be greatly afraid of, τι Ar.Ra.1109 (lyr.): abs., καταφοβηθείς Th.6.33.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
frapper d’épouvante, acc..
Étymologie: κατάφοβος.
Greek Monotonic
καταφοβέω: μέλ. -ήσω, εμβάλλω φόβο, σε Θουκ. — Παθ., με Μέσ. μέλ., φοβάμαι ισχυρώς, τι, σε Αριστοφ.· απόλ. καταφοβηθείς, σε Θουκ.