κέσκετο
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
Ion. 3sg. impf. of κεῖμαι, Od.21.41.
German (Pape)
[Seite 1426] = ἔκειτο, Od. 21, 41.
Greek (Liddell-Scott)
κέσκετο: Ἰων. γ΄ ἑν. παρατ. τοῦ κεῖμαι, Ὀδ. Φ. 41.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. itér. de κεῖμαι.
English (Autenrieth)
see κεῖμαι.
Greek Monotonic
κέσκετο: Ιων. γʹ ενικ. παρατ. του κεῖμαι.