κόμιστρον

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμιστρον Medium diacritics: κόμιστρον Low diacritics: κόμιστρον Capitals: ΚΟΜΙΣΤΡΟΝ
Transliteration A: kómistron Transliteration B: komistron Transliteration C: komistron Beta Code: ko/mistron

English (LSJ)

τό (usu. in pl., sg. in SIG (v. infr.), Poll.7.133),

   A reward for saving, ψυχῆς κ. A.Ag.965.    2 reward for returning lost property, SIG1184.4 (Cnidus).    3 payment for maintenance (?), Leg.Gort.3.37.    II reward for bringing, E.HF1387.

German (Pape)

[Seite 1478] τό, Lohn, Dank für Errettung; ψυχῆς Aesch. Ag. 939; κυνὸς κόμιστρ' ἐς Ἄργος συγκατάστησον μολών Eur. Herc. Fur. 1387; – Trägerlohn, Poll. 9, 159.

Greek (Liddell-Scott)

κόμιστρον: τό, (κομίζω) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ σῶστρα, διὰ διάσωσιν ζωῆς, ψυχῆς κόμιστρα Αἰσχύλ. Ἀγ. 965. ΙΙ. πληρωμὴ ἢ ἀμοιβὴ μεταφορᾶς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1387.

Greek Monotonic

κόμιστρον: τό (κομίζω), στον πληθ. όπως το σῶστρα,
I. πληρωμή ή αμοιβή για διάσωση ζωής, σε Αισχύλ.
II. αμοιβή μεταφοράς, σε Ευρ.