κομπαστής
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A braggart, Ph.2.273 (pl.), Plu.Crass.16, Sch.Ar.Ach.595 in POxy. 856.56. II one who rings wine-jars to test their soundness (cf. κομπάζω 11), PSI8.953.3 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1479] ὁ, der Großsprecher, Prahler, Plut. Crass. 16 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κομπαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κομπάζων, ἀλαζών, Πλουτ. Κράσσ. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vantard, fanfaron.
Étymologie: κομπάζω.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κομπάστρια (Α κομπαστής) κομπάζω
αυτός που κομπάζει, αλαζόνας, καυχησιάρης
αρχ.
αυτός που χτυπά με το χέρι πήλινο δοχείο κρασιού για να ελέγξει τη στερεότητά του.
Greek Monotonic
κομπαστής: -οῦ, ὁ (κομπάζω), κομπορρήμων, καυχησιάρης, σε Πλούτ.