Λύκειον

From LSJ
Revision as of 00:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λύκειον Medium diacritics: Λύκειον Low diacritics: Λύκειον Capitals: ΛΥΚΕΙΟΝ
Transliteration A: Lýkeion Transliteration B: Lykeion Transliteration C: Lykeion Beta Code: *lu/keion

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A the Lyceum, a gymnasium at Athens, named after the neighbouring temple of Apollo Λύκειος, Ar.Pax356, X.HG1.1.33: a resort of Socrates, Pl.Euthphr.2a, Euthd.271a; here Aristotle used to discourse, whence his disciples were called Λύκειοι Περιπατητικοί, Elias in Cat.112.31.    II λύκειον, v. λύκιον 1.2.

Greek (Liddell-Scott)

Λύκειον: [ῠ], τό, γυμνάσιον ἢ δημοσία παλαίστρα ἔχουσα ἐστεγασμένους περιπάτους ἐν τῷ ἀνατολικῷ προαστείῳ τῶν Ἀθηνῶν, κληθεῖσα ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ γείτονος ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 357, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 33. Ἐνταῦθα ἐσύχναζεν ὁ Σωκράτης, Πλάτ. Εὐθύφρων 2 Α, Εὐθύδ. 271 Α˙ ἐνταῦθα δὲ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης συνείθιζε νὰ διδάσκῃ ἢ ὁμιλῇ περιπατῶν, διὸ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐκλήθησαν Λύκειοι Περιπατητικοί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοτ. Σ. 24. 9 Brandis.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
le Lycée, gymnase au NE d’Athènes.
Étymologie: Λύκειος.

Greek Monotonic

Λύκειον: [ῠ], τό, γυμνάσιο ή δημόσια παλαίστρα με στεγασμένους περιπάτους στο ανατολικό προάστιο των Αθηνών, ονομαζόμενο έτσι από το όνομα του γειτονικού ναού του Λυκείου Απόλλωνα, σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ.