γυμνάσιο
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
Greek Monolingual
το (Α γυμνάσιον) γυμνάζω
1. το σύνολο τών παιδιών που φοιτούν στο γυμνάσιο
2. πληθ. τα γυμνάσια
σωματικές ασκήσεις
νεοελλ.
1. τριτάξιο σχολείο μέσης εκπαίδευσης (παλαιότερα εξατάξιο ή οκτατάξιο)
2. το κτήριο του γυμνασίου
3. πληθ. τα γυμνάσια
στρατιωτικές ασκήσεις
αρχ.
1. γυμναστήριο
2. σχολείο
3. φρ. α) «γυμνάσια τά ἱππόκροτα» — η περιοχή στην οποία γυμνάζονται τα άλογα
β) «γυμνάσιον γράφω» — γράφω δοκίμιο ή πραγματεία.