μάλβαξ
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A = μαλάχη, Luc.Alex. 25.
German (Pape)
[Seite 89] ακος, ἡ, bei Luc. Alex. 25 erdichtetes Wort für μαλάχη.
Greek (Liddell-Scott)
μάλβαξ: -ακος, ὁ, = μαλάχη, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 25.
French (Bailly abrégé)
ακος (genre inconnu);
c. μαλάχη.
Greek Monolingual
μάλβαξ, -ακος, ὁ (Α)
η μαλάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του λατ. malva «μαλάχη» (βλ. λ. μαλάκη)].
Greek Monotonic
μάλβᾰξ: -ακος, ὁ, = μαλάχη, σε Λουκ.