λυσίπονος

From LSJ
Revision as of 00:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσίπονος Medium diacritics: λυσίπονος Low diacritics: λυσίπονος Capitals: ΛΥΣΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: lysíponos Transliteration B: lysiponos Transliteration C: lysiponos Beta Code: lusi/ponos

English (LSJ)

ον,

   A releasing from toil, labour-lightening, θεράποντες Pi.P.4.41; λ. τελευτά death that frees from care, Id.Fr.131.1.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίπονος: -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ θάνατος ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délivre des chagrins ou des soucis (mort, sommeil, etc.).
Étymologie: λύω, πόνος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λυσίπονος, -ον)
αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον
κολλύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόνος (πρβλ. δορί-πονος, παυσί-πονος)].

Greek Monotonic

λῡσίπονος: [ῐ], -ον, αυτός που ανακουφίζει από τον μόχθο, που λυτρώνει από τον κόπο, σε Πίνδ.