μελάγχρως

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

German (Pape)

[Seite 118] ωτος, = Vorigem; Εὐμενίδες, Eur. Or. 321; Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 9, 41.

French (Bailly abrégé)

1χροος;
nom. plur. μελάγχροες;
c. μελάγχροος.
2ωτος (ὁ, ἡ)
c. μελάγχροος.
Étymologie: μέλας, χρώς.

Greek Monolingual

μελάγχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
βλ. μελάγχρους.

Greek Monotonic

μελάγχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, το προηγ., σε Ευρ., Πλάτ.