νυμφικός
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., A.Ch.71 (lyr.), S.OT1242, E.Med.378 ; ν. ἱμάτιον, κλίνη, δᾷδες, Plu.2.755a, Luc.Herod.5, Poll.3.43 ;
A τὰ ν. Pl.Lg.783d. Adv. -κῶς Ach.Tat.3.7. II of the Nymphs, οἶκοι S.Ichn.149 ; μῆλα AP7.703 (Myrin.). III -κά, τά, dub. sens. in POxy.1740.9 (iii iv A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
νυμφικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Αἰσχύλ. Χο. 69, Σοφ. Ο. Τ. 1243, Εὐρ. Μήδ. 378, Πλάτ., κλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀχ. Τάτ. 3. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. νυμφίδιος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νυμφικός, -ή, -όν)
βλ. νυφικός.
Greek Monotonic
νυμφικός: -ή, -όν, = το προηγ., στους Τραγ. κ.λπ.